- ροκφόρ
- το(λ. γαλλ.), άκλ., είδος γαλλικού τυριού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ροκφόρ — το, Ν άκλ. ειδικός τύπος γαλλικού τυριού που φέρει στο εσωτερικό του μύκητες τού γένους πενικίλλιο, το οποίο παρασκευάζεται από πρόβειο γάλα και ωριμάζει αποκλειστικά σε υπόγειους χώρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. τοπωνύμιο Roquefort] … Dictionary of Greek
σπηλιά — Λέγεται και σπήλαιο. Φυσική υπόγεια κοιλότητα, που συγκοινωνεί με την επιφάνεια με κάποιο άνοιγμα ή είναι εντελώς κρυμμένη κάτω από αυτή. Η δημιουργία της οφείλεται πολλές φορές στις μεταπτώσεις του φλοιού της γης, στην επίδραση των κυμάτων κοντά … Dictionary of Greek